- αστάρι
- τό1) подкладка (одежды); 2) первый слой краски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστάρι — το 1. η φόδρα 2. το πρώτο στρώμα χρωματισμού σε κάποια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. astar, πιθ. < αρχ. ιστάριον, υποκορ. του ιστός] … Dictionary of Greek
ασταρώνω — [αστάρι] 1. φοδράρω κάποιο ένδυμα 2. απλώνω σε μια επιφάνεια το πρώτο στρώμα του χρώματος … Dictionary of Greek
αστάρωμα — το επικάλυψη επιφάνειας με αστάρι … Dictionary of Greek
πάλαξις — πάλαξις, ἡ (Α) [παλάσσω (Ι)] 1. η μόλυνση 2. η επάλειψη αχρωμάτιστης επιφάνειας με ελαιόχρωμα για πρώτη φορά, το αστάρι … Dictionary of Greek
προπλασμός — ο, ΝΜ [προπλάσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπλάσσω 2. (στους Βυζαντινούς αγιογράφους) φόντο ζωγραφικού πίνακα, αστάρι … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
astar — astár s.m. – Pînză ordinară. – Mr. astară. tc. astar căptuşeală , din per. aster (Şeineanu, II, 27; Meyer 20); cf. ngr. ἀστάρι, alb. bg. astar. înv. (sec. XVIII). – Der. astaragiu, s.m. (negustor de pînză); astăreală … Dicționar Român